πρόστεγο — το 1. προστέγασμα, μαρκίζα (λ. γαλλ.). 2. στεγασμένος χώρος, υπόστεγο στο κατάστρωμα του πλοίου, αλλ. καμπούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μίνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 89 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 88 χλμ. ΝΔ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. * * * (I) η (Μ μίνα) υπόνομος με γόμωση από… … Dictionary of Greek
μαρκίζα — η προεξοχή, πρόστεγο, σε εξωτερικό τοίχο οικοδομήματος για προφύλαξη από τη βροχή και από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marquise] … Dictionary of Greek
μπαμπαδέλι — το συν. στον πληθ. τα μπαμπαδέλια ναυτ. δύο κυλινδρικοί σιδερένιοι κιονίσκοι που βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλο πάνω στο πρόστεγο ή στο επίστεγο τού πλοίου και χρησιμεύουν για την πρόσδεση πάνω σε αυτούς τών σχοινιών τής ρυμουλκίας, αλλ.… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
στραγγαλιστήρας — ο, Ν ναυτ. μηχανικός σφιγκτήρας που είναι στερεωμένος στο προστεγο, μέσα από τον οποίο διέρχεται η άγκυρα τού πλοίου και χρησιμεύει για να ακινητοποιεί την αλυσίδα τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω + επίθημα τήρας (πρβλ. ανεμισ τήρας). Η λ … Dictionary of Greek
προστέγασμα — το, ατος πρόστεγο οικοδομής, αλλ. μαρκίζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)