πρόστεγο(ν)

πρόστεγο(ν)
(I)
το, Ν
ναυτ. υπόστεγο τού ανώτατου καταστρώματος στην περιοχή τής πλώρης το οποίο δεν συνδέεται με τις υπόλοιπες υπερκατασκευές τού πλοίου, κν. καμπούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + στέγη. Η λ., στον λόγιο τ. πρόστεγον, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόστεγο — το 1. προστέγασμα, μαρκίζα (λ. γαλλ.). 2. στεγασμένος χώρος, υπόστεγο στο κατάστρωμα του πλοίου, αλλ. καμπούνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 89 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 88 χλμ. ΝΔ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. * * * (I) η (Μ μίνα) υπόνομος με γόμωση από… …   Dictionary of Greek

  • μαρκίζα — η προεξοχή, πρόστεγο, σε εξωτερικό τοίχο οικοδομήματος για προφύλαξη από τη βροχή και από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. marquise] …   Dictionary of Greek

  • μπαμπαδέλι — το συν. στον πληθ. τα μπαμπαδέλια ναυτ. δύο κυλινδρικοί σιδερένιοι κιονίσκοι που βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλο πάνω στο πρόστεγο ή στο επίστεγο τού πλοίου και χρησιμεύουν για την πρόσδεση πάνω σε αυτούς τών σχοινιών τής ρυμουλκίας, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιστήρας — ο, Ν ναυτ. μηχανικός σφιγκτήρας που είναι στερεωμένος στο προστεγο, μέσα από τον οποίο διέρχεται η άγκυρα τού πλοίου και χρησιμεύει για να ακινητοποιεί την αλυσίδα τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω + επίθημα τήρας (πρβλ. ανεμισ τήρας). Η λ …   Dictionary of Greek

  • προστέγασμα — το, ατος πρόστεγο οικοδομής, αλλ. μαρκίζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”